φυλάχτρα

φυλάχτρα
η
θέση όπου ενεδρεύει κανείς, καρτέρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φυλάχτρα — η, Ν η θέση στην οποία παραφυλάει, παραμονεύει κάποιος, ενέδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλάσσω + κατάλ. τρα (πρβλ. κρεμάσ τρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”